Το μη υβριδικό αυτοκίνητο των 3 λτ./100 χλμ.

Τη σήμερον ημέρα ο όρος «λίτρα/100 χλμ.» είναι ίσως ο πιο καθοριστικός στην επιλογή αυτοκινήτου. Γενικότερα, το πόσο «καίει» και ρυπαίνει ένα όχημα έχει μετατοπιστεί στην κορυφή των προτεραιοτήτων κατά τη φάση της εξέλιξης, ακολουθώντας τη διαρκή αυστηροποίηση της σχετικής νομοθεσίας. Πλέον, κάνεις «τάμα» για να βρεις μοντέλο με κινητήρα εσωτερικής καύσης που να μην διέπεται από κάποιου είδος εξηλεκτρισμό: mild, full, plug-in, όλα συνοδευόμενα από το «hybrid», δηλώνοντας την ύπαρξη ηλεκτροκινητήρα. Στο κλείσιμο της δεκαετίας του 90, όμως, τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά.

Καταρχάς, πολύ λίγοι ασχολούνταν με τις τιμές της κατανάλωσης. Τότε τα άλογα και το 0-100 χλμ./ώρα δέσποζαν στις αυτοκινητικές συζητήσεις, αλλά και τις μπροσούρες των κατασκευαστών. Κάποιοι, όπως η Toyota με το Prius και η Honda με το Insight, διαφήμιζαν τα οφέλη των υβριδικών, αλλά περισσότερο σαν κόντρα μεταξύ τους και μέσο διαφοροποίησης, παρά σαν εδραιωμένη φιλοσοφία. Εκείνη την περίοδο, η VW -μέσω του Ferdinand Piech- ήθελε να δείχνει σε όλη την αυτοκίνηση πως μπορούσε να κάνει τα πάντα, καλύτερα από όλους. Κάπως έτσι, γεννήθηκε η ιδέα για το Lupo 3L TDI: ενός κανονικού, μη υβριδικού, μοντέλου που θα έθετε ρεκόρ κατανάλωσης όλων των εποχών, ζητώντας 3 λίτρα/100 χλμ.!

Προκειμένου να το καταφέρουν, οι μηχανικοί της «ΦαουΒε» εφάρμοσαν μια σειρά από εξειδικευμένες μετατροπές στο λιλιπούτειο αυτοκίνητο πόλης. Καπό, πόρτες, ανάρτηση, τροχοί, πλαίσια καθισμάτων, μπλοκ κινητήρα και αρκετά ακόμα εξαρτήματα ήταν από αλουμίνιο ή μαγνήσιο, προς επίτευξη της μείωσης βάρους. Η μάσκα και οι προφυλακτήρες σχεδιάστηκαν ειδικά για τη μείωση της αεροδυναμικής αντίστασης, επιτυγχάνοντας Cd 0,29. Παράλληλα, τοποθετήθηκαν ελαστικά χαμηλής τριβής και σύστημα start-stop, με το δεύτερο να συνιστά πρωτιά για ευρωπαϊκό αυτοκίνητο παραγωγής. Την ίδια ώρα η μετάδοση ανατίθεντο σε ένα μηχανικό 5άρι κιβώτιο με ρομποτικές αλλαγές σχέσεων, ενώ τα περισσότερα στοιχεία εξοπλισμού (ηλεκτρικά παράθυρα, προβολείς ομίχλης κλπ) συγκαταλέγονταν στα έξτρα.  Κινήσεις που απέφεραν ένα εντυπωσιακό τελικό απόβαρο, μόλις 830 κιλών.

Η κίνηση του Lupo 3L ήταν υπόθεση του τρικύλινδρου 1.200άρη ντίζελ TDI, που απέδιδε 61 ίππους στις 4.000 σ.α.λ. και 140 Nm στις 1.800 σ.α.λ. Όπως είπαμε οι επιδόσεις δεν ήταν το ζητούμενο, παρόλα αυτά το λιτοδίαιτο «λυκάκι» μπορούσε να ολοκληρώσει το 0-100 χλμ./ώρα σε 14,5 δλ. και να φτάσει μέχρι τα 165 χλμ./ώρα – χάρις, κυρίως, στην εξαιρετική του αεροδυναμική. Ακόμα σημαντικότερο, όμως, ήταν το πόσο μακριά μπορούσε να φτάσει με ένα γέμισμα, στο ρεζερβουάρ των 34 λίτρων.

Τα επίσημα τεχνικά χαρακτηριστικά των Γερμανών έκαναν λόγο για 3,0 λίτρα/100 χλμ. μικτής κατανάλωσης, με δυνατότητα για έως 2,7 λίτρα/100 χλμ. στον αυτοκινητόδρομο (και 3,7 λίτρων/100 χλμ. στην πόλη). Κάτι που σήμαινε πως με ένα φουλάρισμα, το Lupo 3L μπορούσε να ξεπεράσει τα 1.100 χλμ.! Η πραγματικότητα, ωστόσο, διέψευσε ακόμα και τους πιο αισιόδοξους υπολογισμούς, όταν ένας Ιάπωνας οδηγός κατάφερε να γράψει στο trip 2,36 λίτρα/100 χλμ.! Επίδοση που, μέχρι σήμερα, παραμένει η πιο χαμηλή καταγεγραμμένη από μη υβριδικό αυτοκίνητο παραγωγής – κι ας έχει αλλάξει η μέθοδος μέτρησης (τότε κύκλος NEDC, σήμερα WLTP).

Το Νοέμβριο του 2003, ο Gerhard Plattner ξεκίνησε ένα ταξίδι 4.683 χλμ. και 20 ευρωπαϊκών χωρών με ένα απολύτως εργοστασιακό Lupo 3L TDI, έχοντας σαν στόχο να πάει από το Όσλο στη Χάγη με budget μόλις 100 ευρώ για τα καύσιμα. Τελικά, όταν έφτασε στην ολλανδική πόλη, είχε βγάλει από το πορτοφόλι του για ντίζελ μόνο 90,94 ευρώ! Με τις σημερινές τιμές ούτε στον ύπνο του, αλλά το επίτευγμα για το μικρό VW καταγράφηκε στα ιστορικά κιτάπια.

Get it on Google Play Download on the App Store